Πάει, πέρασε, και ήτανε καλά ως εδώ.
Τα καλύτερα χρόνια, εξάλλου, είναι πάντα τα παλιά,
και ας μη το χωνέψουμε ποτέ μας.
Μικροί και άμαθοι που βουτούσαμε παντού
και όλα τα χτυπούσαμε από την αρχή
και κανέναν δε φοβόμασταν.
Μικροί και άμαθοι όμως, είμαστε και τώρα,
μα δεν είναι καθόλου το ίδιο.
Τώρα έχουμε να αντιμετωπίσουμε το ακραίο,
το αδιέξοδο.
Και η εμπειρία μας μας λέει πως
πόρτα δε θα βρούμε,
μα εμείς παλεύουμε, γιατί ακόμα αγαπάμε
και η καρδιά μας χτυπάει δυνατά
και κάπου μας ψιθύρισε
πως πόρτα μπορούμε και εμείς οι ίδιοι να ζωγραφίσουμε.
Μα τι ελευθερία είναι και αυτή να ζωγραφίζεις;
Τι δύναμη και τι ευφυΐα σου προσδίδει;
Και ύστερα, αφού ανοίξουμε την πόρτα,
να βγούμε έξω και να δούμε, μια πεταλούδα,
που δε ξέρουμε για που πετά και ούτε και αυτήν την νοιάζει.
Αλήθεια, ποιος στο κόσμο είδε κάποτε μια λευκή πεταλούδα και δε τη θαύμασε;
Έτσι και εμείς, καθόμαστε και τη θαυμάζουμε,
γιατί μας αρέσει να μη ξέρουμε που πάμε .
μας αρέσει να είμαστε μικροί και άμαθοι.
Στο τέλος, όμως, έρχεται η ώρα να μας αποχαιρετήσει,
και μαζί της να σβήσει και το τελευταίο διαμάντι του ουρανού.
Εσύ μου δίνεις κουράγιο και μου λες::
«Δεν πειράζει, πάει, πέρασε και αυτό, και ήτανε καλά ως εδώ».
Μα σου απάντησα πως μπορώ και εγώ να ζωγραφίσω, όχι μια, αλλά χίλιες λευκές πεταλούδες,
και τότε με κοίταξες με έναν απίστευτο τρόπο που δε θα ξεχάσω ποτέ,
γιατί με χίλιες πεταλούδες σου απλώθηκαν και χίλιοι κόσμοι μπροστά σου.